φιλάγραυλος

φιλάγραυλος
φῐλάγρ-αυλος, ον,
A fond of the country,

Πάν AP6.73

(Maced.), cf. Nonn.D.8.15.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιλάγραυλος — ον, ΜΑ αυτός που αγαπά την αγροτική ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄγραυλος «αυτός που ζει στην ύπαιθρο»] …   Dictionary of Greek

  • φιλαγραύλου — φιλάγραυλος fond of the country masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαγραύλῳ — φιλάγραυλος fond of the country masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”